- τυφλάγρα
- ἡ, Ατυφλότητα, τύφλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ-άγρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-άγρα — παραγωγική κατάληξη τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, που δημιουργήθηκε από τα σε αγρα σύνθετα και μάλιστα από τα ποδ άγρα, χειρ άγρα, που δηλώνουν νόσημα. Δηλώνει γενικά πάθος, κακότητα, ελάττωμα, όπως αγαθός αγαθάγρα, αγκώνας αγκωνάγρα (=… … Dictionary of Greek